Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


modellàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [modelˈlare]

1 σχηματίζω
2 σχεδιάζω ή μιμούμαι φόρμες
3 σχηματοποιώ
4 αναπαράγω πρόπλασμα ή ομοίωμα
5 αναπαράγω με καλούπι
6 καλουπώνω
7 πλάθω
8 διαμορφώνω
9 διαπλάθω

modellarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [modelˈlarsi]

1 σχηματοποιούμαι
2 ακολουθώ πρότυπο
3 διαπλάθομαι
4 διαμορφώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  modellamento modellato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

modanatura (θηλ.ουσ)
modano (ουσ αρσ )
modella (θηλ.ουσ)
modellabile (επίθ.)
modellamento (ουσ αρσ )
modellare (ρ. μτβ.)
modellarsi (ρ.μ. (αντων.))
modellato (ουσ αρσ )
modellato (επίθ.)
modellatore (αρσ. επίθ και ουσ)
modellatura (θηλ.ουσ)
modellazione (θηλ.ουσ)
modellino (ουσ αρσ )
modellismo (ουσ αρσ )
modellista (ουσ αρσ και θηλ.)
modellistica (θηλ.ουσ)
modello (ουσ αρσ )
modem (ουσ αρσ )
moderabile (επίθ.)
moderare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---