Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mobilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [mobiliˈta]

1 ευμεταβλησία
2 αστάθεια
3 μεταβλητότητα
4 κινητικότητα
5 ευκινησία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mobilio mobilitare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mobiliare (επίθ.)
mobiliare (ρ. μτβ.)
mobiliere (ουσ αρσ )
mobilificio (ουσ αρσ )
mobilio (ουσ αρσ )
mobilità (θηλ.ουσ)
mobilitare (ρ. μτβ.)
mobilitarsi (ρ.μ. (αντων.))
mobilitazione (θηλ.ουσ)
moca (ουσ αρσ και θηλ.)
mocassino (ουσ αρσ )
moccicare (ρ.αμτβ.)
moccichino (ουσ αρσ )
moccicoso (επίθ.)
moccio (ουσ αρσ )
moccioso (ουσ αρσ )
moccioso (επίθ.)
moccolaia (θηλ.ουσ)
moccolo (ουσ αρσ )
moda (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---