Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmòccolo, móccolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈmɔkkolo], [ˈmokkolo] 1 βλαστήμια 2 λεπτό κερί 3 λαμπαδίτσα 4 καύτρα 5 κερί που έχει σχεδόν καεί 6 μύξα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |