Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmoccicóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [motʧiˈkoso], [motʧiˈkozo] 1 ψηλομύτης 2 μυξιάρικος 3 μυξιάρης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |