Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mocassìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [mokasˈsino]

μοκασίνι (είδος παπουτσιού)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  moca moccicare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mobilità (θηλ.ουσ)
mobilitare (ρ. μτβ.)
mobilitarsi (ρ.μ. (αντων.))
mobilitazione (θηλ.ουσ)
moca (ουσ αρσ και θηλ.)
mocassino (ουσ αρσ )
moccicare (ρ.αμτβ.)
moccichino (ουσ αρσ )
moccicoso (επίθ.)
moccio (ουσ αρσ )
moccioso (ουσ αρσ )
moccioso (επίθ.)
moccolaia (θηλ.ουσ)
moccolo (ουσ αρσ )
moda (θηλ.ουσ)
modale (επίθ.)
modalita (θηλ.ουσ)
modanare (ρ. μτβ.)
modanatura (θηλ.ουσ)
modano (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---