Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mobilitàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [mobiliˈtare]

1 επιστρατεύω
2 δραστηριοποιώ
3 κινητοποιώ

mobilitarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [mobiliˈtarsi]

1 ανασυντάσσομαι
2 συναθροίζομαι για κοινό σκοπό
3 κινητοποιούμαι
4 δραστηριοποιούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mobilità mobilitazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mobiliare (ρ. μτβ.)
mobiliere (ουσ αρσ )
mobilificio (ουσ αρσ )
mobilio (ουσ αρσ )
mobilità (θηλ.ουσ)
mobilitare (ρ. μτβ.)
mobilitarsi (ρ.μ. (αντων.))
mobilitazione (θηλ.ουσ)
moca (ουσ αρσ και θηλ.)
mocassino (ουσ αρσ )
moccicare (ρ.αμτβ.)
moccichino (ουσ αρσ )
moccicoso (επίθ.)
moccio (ουσ αρσ )
moccioso (ουσ αρσ )
moccioso (επίθ.)
moccolaia (θηλ.ουσ)
moccolo (ουσ αρσ )
moda (θηλ.ουσ)
modale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---