Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mobilière  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [mobiˈljɛre]

1 επιπλοποιός
2 πωλητής επίπλων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mobiliare mobilificio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mobile (θηλ.ουσ)
mobile (επίθ.)
mobilia (θηλ.ουσ)
mobiliare (επίθ.)
mobiliare (ρ. μτβ.)
mobiliere (ουσ αρσ )
mobilificio (ουσ αρσ )
mobilio (ουσ αρσ )
mobilità (θηλ.ουσ)
mobilitare (ρ. μτβ.)
mobilitarsi (ρ.μ. (αντων.))
mobilitazione (θηλ.ουσ)
moca (ουσ αρσ και θηλ.)
mocassino (ουσ αρσ )
moccicare (ρ.αμτβ.)
moccichino (ουσ αρσ )
moccicoso (επίθ.)
moccio (ουσ αρσ )
moccioso (ουσ αρσ )
moccioso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---