Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmòbile
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [moˈbil] το έπιπλο mòbile ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈmɔbile] μονάδα άμεσης δράσης mòbile επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈmɔbile] κινητός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαsquadra [θηλ.] mobile = το τμήμα άμεσης δράσης Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |