Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mnemotècnica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,mnɛmoˈtɛknika]

1 τεχνική βοήθεια μνήμης
2 μνημονική


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mnemonismo mo'  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mixomiceti (ουσ αρσ πληθ.)
mnemonica (θηλ.ουσ)
mnemonicamente (επίρ.)
mnemonico (επίθ.)
mnemonismo (ουσ αρσ )
mnemotecnica (θηλ.ουσ)
mo' (ουσ αρσ )
mobile (ουσ αρσ )
mobile (θηλ.ουσ)
mobile (επίθ.)
mobilia (θηλ.ουσ)
mobiliare (επίθ.)
mobiliare (ρ. μτβ.)
mobiliere (ουσ αρσ )
mobilificio (ουσ αρσ )
mobilio (ουσ αρσ )
mobilità (θηλ.ουσ)
mobilitare (ρ. μτβ.)
mobilitarsi (ρ.μ. (αντων.))
mobilitazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---