Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mò'  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmɔ]

τρόπος (σύντμηση του modo)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mnemotecnica mobile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mnemonica (θηλ.ουσ)
mnemonicamente (επίρ.)
mnemonico (επίθ.)
mnemonismo (ουσ αρσ )
mnemotecnica (θηλ.ουσ)
mo' (ουσ αρσ )
mobile (ουσ αρσ )
mobile (θηλ.ουσ)
mobile (επίθ.)
mobilia (θηλ.ουσ)
mobiliare (επίθ.)
mobiliare (ρ. μτβ.)
mobiliere (ουσ αρσ )
mobilificio (ουσ αρσ )
mobilio (ουσ αρσ )
mobilità (θηλ.ουσ)
mobilitare (ρ. μτβ.)
mobilitarsi (ρ.μ. (αντων.))
mobilitazione (θηλ.ουσ)
moca (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---