Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmòda
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈmɔda] η μόδα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαè di moda = φοριέται || sfilata [θηλ.] di moda = η επίδειξη μόδας Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |