Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intrasportàbile (επίθ.) intrigànte (ουσ αρσ και θηλ.)
intratoràcico (επίθ.) intrigànte (επίθ.)
intrattàbile (επίθ.) intrigàre (ρ.αμτβ.)
intrattabilità (θηλ.ουσ) intrigàre (ρ. μτβ.)
intrattenére (ρ. μτβ.) intrigarsi (ρ.μ. (αντων.))
intrattenersi (ρ.μ. (αντων.)) intrigàto (αρσ. επίθ και ουσ)
intratteniménto (ουσ αρσ ) intrìgo (ουσ αρσ )
intrauterìno (επίθ.) intrìnseco (ουσ αρσ )
intravascolàre (επίθ.) intrìnseco (επίθ.)
intravedére (ρ. μτβ.) intrinsichézza (θηλ.ουσ)
intravertebràle (επίθ.) intrìso (ουσ αρσ )
intrecciaménto (ουσ αρσ ) intrìso (επίθ.)
intrecciàre (ρ. μτβ.) intristiménto (ουσ αρσ )
intrecciarsi (ρ.μ. (αντων.)) intristìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intrecciàto (επίθ.) introdótto (αρσ. επίθ και ουσ)
intrecciatùra (θηλ.ουσ) introducìbile (επίθ.)
intréccio (ουσ αρσ ) introdùrre (ρ. μτβ.)
intrepidézza (θηλ.ουσ) introdursi (ρ.μ. (αντων.))
intrepidità (θηλ.ουσ) introduttìvo (επίθ.)
intrèpido (αρσ. επίθ και ουσ) introduttóre (ουσ αρσ )
intricàre (ρ. μτβ.) introduttòrio (επίθ.)
intricarsi (ρ.μ. (αντων.)) introduzióne (θηλ.ουσ)
intricàto (επίθ.) introiezióne (θηλ.ουσ)
intrìco (ουσ αρσ ) introitàre (ρ. μτβ.)
intrìdere (ρ. μτβ.) intròito (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: