Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bàsco (ουσ αρσ ) bàsso (ουσ αρσ )
bàsco (επίθ.) bàsso (επίθ.)
basculànte (επίθ.) bàsso (επίρ.)
bascùlla (θηλ.ουσ) bassofóndo (ουσ αρσ )
bàse (θηλ.ουσ) bassopiàno (ουσ αρσ )
baseball (ουσ αρσ ) bassorilièvo (ουσ αρσ )
basétta (θηλ.ουσ) bassòtto (ουσ αρσ )
basicità (θηλ.ουσ) bassotùba (ουσ αρσ )
bàsico (επίθ.) bassùra (θηλ.ουσ)
basilàre (επίθ.) bàsta (θηλ.ουσ)
basìlica (θηλ.ουσ) bàsta (επιφ.)
basilicàle (επίθ.) bastàio (ουσ αρσ )
basìlico (ουσ αρσ ) bastàrdo (ουσ αρσ )
Basìlio (ουσ αρσ πληθ.) bastàrdo (επίθ.)
basilìsco (ουσ αρσ ) bastardùme (ουσ αρσ )
basilìssa (θηλ.ουσ) bastàre (ρ.αμτβ.)
basìre (ρ.αμτβ.) bastévole (επίθ.)
basìsta (ουσ αρσ και θηλ.) bastìa (θηλ.ουσ)
basket (ουσ αρσ ) Bastìglia (κύρ.όν. θηλ.)
bàssa (θηλ.ουσ) bastiménto (ουσ αρσ )
bassacórte (θηλ.ουσ) bastióne (ουσ αρσ )
bassaménte (επίρ.) bàsto (ουσ αρσ )
bassétto (αρσ. επίθ και ουσ) bastonàre (ρ. μτβ.)
bassézza (θηλ.ουσ) bastonàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
bassìsta (ουσ αρσ και θηλ.) bastonàta (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: