Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bastonàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [bastoˈnare]

δέρνω με το μπαστούνι

bastonàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [bastoˈnarsi]

1 τσακώνομαι
2 πιάνομαι στα χέρια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  basto bastonata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bastia (θηλ.ουσ)
Bastiglia (κύρ.όν. θηλ.)
bastimento (ουσ αρσ )
bastione (ουσ αρσ )
basto (ουσ αρσ )
bastonare (ρ. μτβ.)
bastonarsi (ρ. μ. αμτβ.)
bastonata (θηλ.ουσ)
bastonatura (θηλ.ουσ)
bastoncello (ουσ αρσ )
bastoncino (ουσ αρσ )
bastone (ουσ αρσ )
batacchio (ουσ αρσ )
batata (θηλ.ουσ)
batigrafia (θηλ.ουσ)
batimetria (θηλ.ουσ)
batimetro (ουσ αρσ )
batiscafo (ουσ αρσ )
batisfera (θηλ.ουσ)
batista (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---