Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbastonatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [bastonaˈtura] 1 ραβδισμός 2 ράβδισμα 3 ξυλοκόπημα 4 ξυλοδαρμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |