Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbatometrìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [batomeˈtria] βαθυμετρία (χρησιμοποίησε καλύτερα το batimetria) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |