Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


battàglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [batˈtaʎʎo]

1 σήμαντρο
2 ρόπτρο πόρτας
3 γλωσσίδι καμπάνας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  battagliero battagliola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

batracomiomachia (θηλ.ουσ)
battage (ουσ αρσ )
battaglia (θηλ.ουσ)
battagliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
battagliero (επίθ.)
battaglio (ουσ αρσ )
battagliola (θηλ.ουσ)
battaglione (ουσ αρσ )
battellante (ουσ αρσ και θηλ.)
battelliere (ουσ αρσ )
battello (ουσ αρσ )
battente (ουσ αρσ )
battente (επίθ.)
battere (ουσ αρσ )
battere (ρ.αμτβ.)
battere (ρ. μτβ.)
battersi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
batteria (θηλ.ουσ)
battericida (επίθ.)
batterico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---