Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbàttere
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈbattere] χτύπημα bàttere ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [ˈbattere] (urtare) σκουνδώ bàttere ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [ˈbattere] 1 (percuotere) κτυπώ 2 (sconfiggere) νικώ bàttersi ρήμα μέσο μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [ˈbattersi] 1 (combattere) μάχομαι 2 (percuotersi) χτυπιέμαι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαbattere a macchina # dattilografare = δακτυλογραφώ || battere alla porta = χτυπώ την πόρτα || battere le mani = χειροκροτώ Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |