Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


batteriologìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,batterjoloˈʤia]

βακτηριολογία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  batterio batteriologico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

battersi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
batteria (θηλ.ουσ)
battericida (επίθ.)
batterico (επίθ.)
batterio (ουσ αρσ )
batteriologia (θηλ.ουσ)
batteriologico (επίθ.)
batteriologo (ουσ αρσ )
batterioterapia (θηλ.ουσ)
batterista (ουσ αρσ και θηλ.)
battesimale (επίθ.)
battesimo (ουσ αρσ )
battezzando (αρσ. επίθ και ουσ)
battezzare (ρ. μτβ.)
battezzarsi (ρ.μ. (αντων.))
battezzatore (ουσ αρσ )
battibaleno (ουσ αρσ )
battibecco (ουσ αρσ )
batticoda (θηλ.ουσ)
batticuore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---