Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


battezzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [battedˈdzare]

1 ονομάζω
2 βαπτίζω
3 βαφτίζω

battezzarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [battedˈdzarsi]

1 αυτοαποκαλούμαι
2 βαφτίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  battezzando battezzatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

batterioterapia (θηλ.ουσ)
batterista (ουσ αρσ και θηλ.)
battesimale (επίθ.)
battesimo (ουσ αρσ )
battezzando (αρσ. επίθ και ουσ)
battezzare (ρ. μτβ.)
battezzarsi (ρ.μ. (αντων.))
battezzatore (ουσ αρσ )
battibaleno (ουσ αρσ )
battibecco (ουσ αρσ )
batticoda (θηλ.ουσ)
batticuore (ουσ αρσ )
battifiacca (ουσ αρσ και θηλ.)
battifianco (ουσ αρσ )
battigia (θηλ.ουσ)
battilardo (ουσ αρσ )
battiloro (ουσ αρσ και θηλ.)
battima (θηλ.ουσ)
battimano (ουσ αρσ )
battimare (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---