battifiàcca
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [battiˈfjakka]
1 τεμπελχανάς
2 κοπρόσκυλο
3 τεμπελόσκυλο
4 τεμπέλης
5 τεμπέλαρος
6 λιποτάκτης εν καιρώ πολέμου
7 κοπανατζής
8 λουφαδόρος
9 κοπρίτης
10 αρχιτεμπέλης
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [battiˈfjakka]
1 τεμπελχανάς
2 κοπρόσκυλο
3 τεμπελόσκυλο
4 τεμπέλης
5 τεμπέλαρος
6 λιποτάκτης εν καιρώ πολέμου
7 κοπανατζής
8 λουφαδόρος
9 κοπρίτης
10 αρχιτεμπέλης
permalink
battifiacca (ουσ αρσ και θηλ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android