Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbattipàlo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,battiˈpalo] 1 μηχανικός κριός 2 μηχανή τοποθέτησης πασσάλων 3 πασσαλομπήχτης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |