Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bàttima  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbattima]

ίσαλος γραμμή (χρησιμοποίησε καλύτερα το battigia)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  battiloro battimano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

battifiacca (ουσ αρσ και θηλ.)
battifianco (ουσ αρσ )
battigia (θηλ.ουσ)
battilardo (ουσ αρσ )
battiloro (ουσ αρσ και θηλ.)
battima (θηλ.ουσ)
battimano (ουσ αρσ )
battimare (ουσ αρσ )
battimento (ουσ αρσ )
battipalo (ουσ αρσ )
battipanni (ουσ αρσ )
battiporta (ουσ αρσ )
battiscopa (ουσ αρσ )
battista (ουσ αρσ και θηλ.)
battistero (ουσ αρσ )
battistrada (ουσ αρσ )
battitappeto (ουσ αρσ )
battito (ουσ αρσ )
battitoia (θηλ.ουσ)
battitoio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---