ItalianoGreco


battistràda  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [battisˈtrada]

1 αυτός που δίνει τον ρυθμό
2 βηματοδότης
3 ίχνος
4 απεσταλμένος ηγέτη
5 πατημασιά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---