Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ιταλοελληνικό›baulétto

ItalianoGreco

Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό

baulétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bauˈletto]

θήκη καλλυντικών


permalink
‹ baule
bautta ›



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

battona (θηλ.ουσ)
battuta (θηλ.ουσ)
battuto (ουσ αρσ )
batuffolo (ουσ αρσ )
baule (ουσ αρσ )
bauletto (ουσ αρσ )
bautta (θηλ.ουσ)
bauxite (θηλ.ουσ)
bava (θηλ.ουσ)
bavaglino (ουσ αρσ )
bavaglio (ουσ αρσ )
bavella (θηλ.ουσ)
bavera (θηλ.ουσ)
baverina (θηλ.ουσ)
bavero (ουσ αρσ )
bavosa (θηλ.ουσ)
bavoso (επίθ.)
bazar (ουσ αρσ )
bazooka (ουσ αρσ )
bazza (θηλ.ουσ)


---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti