bàva
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈbava]
1 γνάφαλο
2 υπολείμματα μαλλιών που δεν γνέθονται
3 υπολείμματα σε χυτό αντικείμενο που χρειάζονται λιμάρισμα
4 πνοή ανέμου
5 σάλιο
6 σάλια που τρέχουν
7 σταγόνα από σάλιο
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈbava]
1 γνάφαλο
2 υπολείμματα μαλλιών που δεν γνέθονται
3 υπολείμματα σε χυτό αντικείμενο που χρειάζονται λιμάρισμα
4 πνοή ανέμου
5 σάλιο
6 σάλια που τρέχουν
7 σταγόνα από σάλιο
permalink
bava (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android