Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bàzzica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbattsika]

1 στοίχημα
2 μπεζίκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bazzecola bazzicare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bazar (ουσ αρσ )
bazooka (ουσ αρσ )
bazza (θηλ.ουσ)
bazzana (θηλ.ουσ)
bazzecola (θηλ.ουσ)
bazzica (θηλ.ουσ)
bazzicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
bazzotto (επίθ.)
beante (επίθ.)
beare (ρ. μτβ.)
bearsi (ρ. μ. αμτβ.)
beatamente (επίρ.)
beatificare (ρ. μτβ.)
beatificazione (θηλ.ουσ)
beatifico (επίθ.)
beatitudine (θηλ.ουσ)
beato (αρσ. επίθ και ουσ)
beautycase (ουσ αρσ )
bebè (ουσ αρσ )
beccaccia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---