Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbazzòtto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [badˈdzɔtto] 1 μισοβρασμένος 2 μελάτος (για αυγό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |