Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


beàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [beˈare]

κάνω κάποιον ευτυχισμένο

beàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [beˈarsi]

1 ευδαιμονώ
2 απολαμβάνω
3 αισθάνομαι ευτυχισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  beante beatamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bazzecola (θηλ.ουσ)
bazzica (θηλ.ουσ)
bazzicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
bazzotto (επίθ.)
beante (επίθ.)
beare (ρ. μτβ.)
bearsi (ρ. μ. αμτβ.)
beatamente (επίρ.)
beatificare (ρ. μτβ.)
beatificazione (θηλ.ουσ)
beatifico (επίθ.)
beatitudine (θηλ.ουσ)
beato (αρσ. επίθ και ουσ)
beautycase (ουσ αρσ )
bebè (ουσ αρσ )
beccaccia (θηλ.ουσ)
beccaccino (ουσ αρσ )
beccafico (ουσ αρσ )
beccaio (ουσ αρσ )
beccamorti (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---