Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


beccamòrti  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bekkaˈmɔrti]

1 καντηλανάφτης
2 νεωκόρος
3 νεκροθάφτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  beccaio beccare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bebè (ουσ αρσ )
beccaccia (θηλ.ουσ)
beccaccino (ουσ αρσ )
beccafico (ουσ αρσ )
beccaio (ουσ αρσ )
beccamorti (ουσ αρσ )
beccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
beccarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
beccastrino (ουσ αρσ )
beccata (θηλ.ουσ)
beccatello (ουσ αρσ )
beccatoio (ουσ αρσ )
beccatura (θηλ.ουσ)
beccheggiare (ρ.αμτβ.)
beccheggiata (θηλ.ουσ)
beccheggio (ουσ αρσ )
beccheria (θηλ.ουσ)
becchettare (ρ. μτβ.)
becchettarsi (ρ.μ. (αντων.))
becchime (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---