Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbecchettàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [bekketˈtare] 1 τσιμπολογώ 2 τσιμπώ becchettarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [bekketˈtarsi] 1 τσακώνομαι 2 τσιμπάει ο ένας τον άλλον permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |