Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


beffàrdo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [befˈfardo]

1 περιγελαστικός
2 κοροὶδευτικός
3 περιπαιχτικός
4 εμπαικτικός
5 χλευαστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  beffa beffare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bedano (ουσ αρσ )
beduina (θηλ.ουσ)
beduino (ουσ αρσ )
befana (θηλ.ουσ)
beffa (θηλ.ουσ)
beffardo (αρσ. επίθ και ουσ)
beffare (ρ. μτβ.)
beffarsi (ρ. μ. αμτβ.)
beffatore (αρσ. επίθ και ουσ)
beffeggiamento (ουσ αρσ )
beffeggiare (ρ. μτβ.)
beffeggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
bega (θηλ.ουσ)
beghina (θηλ.ουσ)
beghinaggio (ουσ αρσ )
beghino (ουσ αρσ )
begliuomini (ουσ αρσ )
begonia (θηλ.ουσ)
beguine (θηλ.ουσ)
beh (επιφ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---