Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbeffàrdo
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [befˈfardo] 1 περιγελαστικός 2 κοροὶδευτικός 3 περιπαιχτικός 4 εμπαικτικός 5 χλευαστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |