Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbèga
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈbɛga] 1 μπελάς 2 φασαρία 3 έγνοια 4 σκοτούρα 5 έριδα 6 διαπληκτισμός 7 καβγάς 8 φιλονικία 9 τσακωμός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαavere delle beghe = έχω φασαρίες, έχω τρεξίματα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |