Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbèl
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈbɛl] δέκα ντέσιμπελ bèl επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈbɛl] βλέπε bello (το bello πριν από σύμφωνο γίνεται bel) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |