Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bèl  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbɛl]

δέκα ντέσιμπελ

bèl  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈbɛl]

βλέπε bello (το bello πριν από σύμφωνο γίνεται bel)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bei belare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

beh (επιφ.)
behaviorismo (ουσ αρσ )
behaviorista (ουσ αρσ και θηλ.)
behavioristico (επίθ.)
bei (ουσ αρσ )
bel (ουσ αρσ )
bel (επίθ.)
belare (ρ.αμτβ.)
belga (ουσ αρσ και θηλ.)
belga (επίθ.)
belgio (κύρ.όν. αρσ.)
Belgrado (ουσ αρσ )
bella (θηλ.ουσ)
belladonna (θηλ.ουσ)
bellamente (επίρ.)
belletta (θηλ.ουσ)
belletto (ουσ αρσ )
bellezza (θηλ.ουσ)
bellicismo (ουσ αρσ )
bellicista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---