Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bèlga  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbɛlga]

πο Βέλγος, η Βελγίδα

bèlga  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈbɛlga]

βελγικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  belare belgio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

behavioristico (επίθ.)
bei (ουσ αρσ )
bel (ουσ αρσ )
bel (επίθ.)
belare (ρ.αμτβ.)
belga (ουσ αρσ και θηλ.)
belga (επίθ.)
belgio (κύρ.όν. αρσ.)
Belgrado (ουσ αρσ )
bella (θηλ.ουσ)
belladonna (θηλ.ουσ)
bellamente (επίρ.)
belletta (θηλ.ουσ)
belletto (ουσ αρσ )
bellezza (θηλ.ουσ)
bellicismo (ουσ αρσ )
bellicista (ουσ αρσ και θηλ.)
bellicista (επίθ.)
bellico (ουσ αρσ )
bellico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---