Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbeghìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [beˈgino] 1 θρησκόληπτος 2 θρησκομανής 3 θρησκόληπτος φανατικός οπαδός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |