Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


beghìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [beˈgino]

1 θρησκόληπτος
2 θρησκομανής
3 θρησκόληπτος φανατικός οπαδός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  beghinaggio begliuomini  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

beffeggiare (ρ. μτβ.)
beffeggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
bega (θηλ.ουσ)
beghina (θηλ.ουσ)
beghinaggio (ουσ αρσ )
beghino (ουσ αρσ )
begliuomini (ουσ αρσ )
begonia (θηλ.ουσ)
beguine (θηλ.ουσ)
beh (επιφ.)
behaviorismo (ουσ αρσ )
behaviorista (ουσ αρσ και θηλ.)
behavioristico (επίθ.)
bei (ουσ αρσ )
bel (ουσ αρσ )
bel (επίθ.)
belare (ρ.αμτβ.)
belga (ουσ αρσ και θηλ.)
belga (επίθ.)
belgio (κύρ.όν. αρσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---