ItalianoGreco


beghinàggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [begiˈnadʤo]

1 θρησκοληψία
2 θρησκομανία
3 στενομυαλιά
4 φανατισμός
5 στενοκεφαλιά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---