Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbeffeggiaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [beffedʤaˈmento] 1 κοροὶδία 2 περίγελος 3 χλεύη 4 γελοιοποίηση 5 διακωμώδηση 6 εμπαιγμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |