Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbecerùme
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [beʧeˈrume] 1 όχλος 2 στίφος 3 ορδή 4 σάρα και η μάρα 5 πλέμπα 6 πλεμπάγια 7 συρφετός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |