ItalianoGreco


bécero, bècero  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbeʧero], [ˈbɛʧero]

1 χωριάταρος
2 μπαστουνόβλαχος
3 άξεστος
4 αγενής
5 αγροίκος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---