Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbeccùccio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [bekˈkutʧo] 1 συνδετήρας με ελατήριο 2 στόμιο εκροής 3 ράμφος μικρό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |