Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


becher  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbɛker]

1 πλατύστομο κύπελλο
2 ποτήριο ζέσεως


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  becerume bedano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

becchino (ουσ αρσ )
becco (ουσ αρσ )
beccuccio (ουσ αρσ )
becero (αρσ. επίθ και ουσ)
becerume (ουσ αρσ )
becher (ουσ αρσ )
bedano (ουσ αρσ )
beduina (θηλ.ουσ)
beduino (ουσ αρσ )
befana (θηλ.ουσ)
beffa (θηλ.ουσ)
beffardo (αρσ. επίθ και ουσ)
beffare (ρ. μτβ.)
beffarsi (ρ. μ. αμτβ.)
beffatore (αρσ. επίθ και ουσ)
beffeggiamento (ουσ αρσ )
beffeggiare (ρ. μτβ.)
beffeggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
bega (θηλ.ουσ)
beghina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---