Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


becchéggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bekˈkedʤo]

1 κίνηση πάνω-κάτω (για πλοίο ή αεροσκάφος)
2 προνευστασμός
3 σκαμπανέβασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  beccheggiata beccheria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

beccatello (ουσ αρσ )
beccatoio (ουσ αρσ )
beccatura (θηλ.ουσ)
beccheggiare (ρ.αμτβ.)
beccheggiata (θηλ.ουσ)
beccheggio (ουσ αρσ )
beccheria (θηλ.ουσ)
becchettare (ρ. μτβ.)
becchettarsi (ρ.μ. (αντων.))
becchime (ουσ αρσ )
becchino (ουσ αρσ )
becco (ουσ αρσ )
beccuccio (ουσ αρσ )
becero (αρσ. επίθ και ουσ)
becerume (ουσ αρσ )
becher (ουσ αρσ )
bedano (ουσ αρσ )
beduina (θηλ.ουσ)
beduino (ουσ αρσ )
befana (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---