Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbecchéggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [bekˈkedʤo] 1 κίνηση πάνω-κάτω (για πλοίο ή αεροσκάφος) 2 προνευστασμός 3 σκαμπανέβασμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |