Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


beccaccìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bekkatˈʧino]

μπεκάτσα του βάλτου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  beccaccia beccafico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

beatitudine (θηλ.ουσ)
beato (αρσ. επίθ και ουσ)
beautycase (ουσ αρσ )
bebè (ουσ αρσ )
beccaccia (θηλ.ουσ)
beccaccino (ουσ αρσ )
beccafico (ουσ αρσ )
beccaio (ουσ αρσ )
beccamorti (ουσ αρσ )
beccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
beccarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
beccastrino (ουσ αρσ )
beccata (θηλ.ουσ)
beccatello (ουσ αρσ )
beccatoio (ουσ αρσ )
beccatura (θηλ.ουσ)
beccheggiare (ρ.αμτβ.)
beccheggiata (θηλ.ουσ)
beccheggio (ουσ αρσ )
beccheria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---