Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


beatitùdine  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [beatiˈtudine]

1 μακαριότητα
2 ευδαιμονία
3 ευτυχία
4 παράδεισος
5 μακαρισμός
6 καλοτύχισμα
7 ευτυχία τέλεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  beatifico beato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bearsi (ρ. μ. αμτβ.)
beatamente (επίρ.)
beatificare (ρ. μτβ.)
beatificazione (θηλ.ουσ)
beatifico (επίθ.)
beatitudine (θηλ.ουσ)
beato (αρσ. επίθ και ουσ)
beautycase (ουσ αρσ )
bebè (ουσ αρσ )
beccaccia (θηλ.ουσ)
beccaccino (ουσ αρσ )
beccafico (ουσ αρσ )
beccaio (ουσ αρσ )
beccamorti (ουσ αρσ )
beccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
beccarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
beccastrino (ουσ αρσ )
beccata (θηλ.ουσ)
beccatello (ουσ αρσ )
beccatoio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---