Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bàzza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbaddza]

1 μπάζα (στη πρέφα κλπ)
2 πηγούνι που προεξέχει
3 κελεπούρι
4 καλοτυχία
5 ευτύχημα
6 καλή τύχη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bazooka bazzana  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bavero (ουσ αρσ )
bavosa (θηλ.ουσ)
bavoso (επίθ.)
bazar (ουσ αρσ )
bazooka (ουσ αρσ )
bazza (θηλ.ουσ)
bazzana (θηλ.ουσ)
bazzecola (θηλ.ουσ)
bazzica (θηλ.ουσ)
bazzicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
bazzotto (επίθ.)
beante (επίθ.)
beare (ρ. μτβ.)
bearsi (ρ. μ. αμτβ.)
beatamente (επίρ.)
beatificare (ρ. μτβ.)
beatificazione (θηλ.ουσ)
beatifico (επίθ.)
beatitudine (θηλ.ουσ)
beato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---