ItalianoGreco


bàzza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbaddza]

1 μπάζα (στη πρέφα κλπ)
2 πηγούνι που προεξέχει
3 κελεπούρι
4 καλοτυχία
5 ευτύχημα
6 καλή τύχη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---