Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bazàr  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [badˈdzar]

1 φιλανθρωπικό παζάρι
2 τόπος πώλησης αγαθών
3 παζάρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bavoso bazooka  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bavera (θηλ.ουσ)
baverina (θηλ.ουσ)
bavero (ουσ αρσ )
bavosa (θηλ.ουσ)
bavoso (επίθ.)
bazar (ουσ αρσ )
bazooka (ουσ αρσ )
bazza (θηλ.ουσ)
bazzana (θηλ.ουσ)
bazzecola (θηλ.ουσ)
bazzica (θηλ.ουσ)
bazzicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
bazzotto (επίθ.)
beante (επίθ.)
beare (ρ. μτβ.)
bearsi (ρ. μ. αμτβ.)
beatamente (επίρ.)
beatificare (ρ. μτβ.)
beatificazione (θηλ.ουσ)
beatifico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---