Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bazooka  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [badˈdzuka]

μπαζούκα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bazar bazza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

baverina (θηλ.ουσ)
bavero (ουσ αρσ )
bavosa (θηλ.ουσ)
bavoso (επίθ.)
bazar (ουσ αρσ )
bazooka (ουσ αρσ )
bazza (θηλ.ουσ)
bazzana (θηλ.ουσ)
bazzecola (θηλ.ουσ)
bazzica (θηλ.ουσ)
bazzicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
bazzotto (επίθ.)
beante (επίθ.)
beare (ρ. μτβ.)
bearsi (ρ. μ. αμτβ.)
beatamente (επίρ.)
beatificare (ρ. μτβ.)
beatificazione (θηλ.ουσ)
beatifico (επίθ.)
beatitudine (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---