Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbattùto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [batˈtuto] 1 τσιμεντένιο πάτωμα 2 πάτωμα με πατημένο χώμα 3 τσιμεντένιο πεζοδρόμιο 4 γέμιση (πχ γαλοπούλας) 5 κιμάς permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαferro [αρσ.] battuto = ο σφυρήλατος σίδηρος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |