Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbàttola
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈbattola] 1 κρόταλο 2 σήμαντρο 3 γλωσσίδι καμπάνας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |